ΓΝΩΜΕΣ
Πενήντα χρόνια μνήμης από το ημερολόγιο μιας απαισιόδοξης προσφυγοπούλας
Γράφει η Αδελαΐδα Δήμου Παπαγεωργίου
Έχω γράψει άπειρα ποιήματα, πιο λίγα διηγήματα, αλλά κανένα, αληθινά κανένα δεν μπορεί να παραστήσει με όλη τη σημασία της λέξης, την αγάπη για την πόλη μου.
Παραμύθια, ίσως πουν κάποιοι , σαν τα δικά μου που βγαίνουν λαχταριστά από το μυαλό γεμάτα όρεξη για ταξίδια και περιπέτειες. Αλλά όχι, αυτό δεν είναι παραμύθι, δεν είναι θρύλος , είναι η πικρή πραγματικότητα που τσούζει τη ψυχή ακόμα και μισό αιώνα μετά.
Αμμόχωστος, μάνα των παιδικών μου αναμνήσεων, έγραφα, και κάθε λέξη χωσμένη στη χρυσή άμμο, κάθε θύμιση της ένα γαλανό δαχτυλιδάκι θαλασσινού χαδιού, χρώματα πορτοκαλένια , χαμόγελα ανόθευτα. Αγάπη μια αγκαλιά να χωρέσει όλη τη γειτονιά, που τότε ήταν όλος ο κόσμος μου.
Τώρα που καταστάληκε ο πρώτος θυμός, ο ανυπόφορος χρόνος συμβιβασμού με το αναπόφευκτο (αν μπορεί κάποιος να συμβιβαστεί) κάνω τις σκέψεις αυτές και τις μοιράζομαι όπως μοιράστηκα τον πόνο και την προσμονή της επιστροφής, όπως μοιράζει κάποιος τη φέτα του με βούτυρο και ζάχαρη που συνηθίζαμε να τρώμε κάθε απόγευμα μετά το παιγνίδι στην αλάνα της γειτονιάς μου.
Για αυτή την κατάντια μας, ίσως λέω, να μην έφταιγαν μόνο οι αιώνιοι εχθροί μας. Ίσως βάλαμε κι εμείς το χέρι μας ( όσοι το έβαλαν τέλος πάντων) όχι εγώ και εσύ αλλά εκείνα τα υποχθόνια χέρια που κινούν τα νήματα για τις τύχες του κόσμου. Για ποια ποταπά συμφέροντα, οι δικοί μας εφιάλτες ,έδωσαν συγκατάθεση , φυγάδευσαν τα παιδιά τους , ασφάλισαν τις καταθέσεις τους σε ελβετικές τράπεζες, ( τότε ήταν οι πιο εχέγγυες, τώρα δεν υπάρχει εμπιστοσύνη σε καμμιά), και έδωσαν τη μισή πατρίδα αποκεφαλισμένη επί πινακίου στα χέρια απίστων.
Η προσφυγιά, ο ξεριζωμός είναι εικόνες που χαράχτηκαν ανεξίτηλα , δεν έχει σημασία αν είμασταν παιδιά, ίσως να εννοήσαμε στη πιο μεγάλη υπερθετική σημασία τη λέξη πόλεμο, θάνατο , ξεριζωμό. Φαντάσου πως γίναμε τότε εμείς τα παιδιά, όπως ξεριζώνεις ένα τρυφερό λουλούδι, και το μεταφυτεύεις σε άλλο κήπο. Άλλη γη , χωρίς το χάδι της πόλης σου , επιβιώνεις αλλά κάτι λείπει διαρκώς αλλά πάντα ανθίζει και κάτι καλό, μέσα από όλο αυτό, βγήκε ένα καλό, το πείσμα , και η θέληση για επιβίωση.
Ο αγώνας για δικαίωση και επιστροφή, ίσως να αρχίσει τώρα να φθίνει. Οι πρωτοστάτες θάφτηκαν με την επιθυμία της επιστροφής. Στην αιώνια τους ζωή , σκέφτομαι πως σίγουρα πέρασαν να προσκυνήσουν την άγια γη τους.
Όμως τι κάνουν οι ταγοί μας κι όσοι όρισαν να φυλάνε Θερμοπύλες; Εκτινάσσουν τα πομπώδη λόγια τους περί δικαιοσύνης , δικαιωμάτων ( αναφαίρετων καθώς τονίζουν) αποποιούμενοι κάθε ευθύνης , καταχωνιάζουν την εθνική μας συνείδηση στον οχετό του συμφέροντος , κι αυτό κάθε φορά που ψαρεύουν ψήφους από τους αδαής ( μέχρι πότε;) πολίτες. Παραμένουμε ακόμα ένα κοπάδι αρνιά , συνεχίζουμε τη καθημερινότητα μας με ιλιγγιώδη ταχύτητα , πότε πέρασε άλλος ένας χρόνος , πότε πέρασαν όχι ένα και δυο αλλά πενήντα ολόκληρα χρόνια , δύσκολο να σηκώνεις ένα αγώνα στις πλάτες σου πενήντα χρόνια. Ποιο αγώνα μιλάμε; Τώρα για τον επιούσιο , τις απανωτές απαιτήσεις των καιρών γίνεται αγώνας και μάλιστα μετ’ εμποδίων, όμως στο βάθος της μνήμης κρυφοβράζουν ακόμα τα όνειρα επιστροφής. Όμορφα όνειρα στη σκέψη πως κάπου κάποτε θα υπάρξει ( ναι γιατί όχι , πρέπει να ελπίζουμε ) μια δίκαιη και βιώσιμη λύση . Αλλά βλέποντας και ακούοντας το ξέφρενο παζάρεμα , ξεπούλημα της γης μας , είμαι αρκετά απαισιόδοξη , μήπως και γυρίζοντας βρούμε άλλα έθνη που κατοχύρωσαν διά νόμου και χρήματος μην το ξεχνάμε αυτό, κυρίως χρήματος . Το χρήμα όπως όλοι γνωρίζουμε έχει την ιδιότητα να κλείνει και στόματα και μάτια και αυτιά) . Και όταν γίνουμε διπλά πρόσφυγες και πιο ξένοι από τους ξένους , θα ξέρουμε ότι δεν υπάρχει πλέον καμμιά ελπίδα επιστροφής. Πως εκείνα τα όνειρα, ναι τα ροζ παραμυθένια όνειρα , έχουν γίνει τώρα πια φριχτοί εφιάλτες.